-
1 προ
Iadv.1) спереди, впереди(πρὸ μὲν ἄλλοι, αὐτὰρ ἐπ΄ ἄλλοι Hom.)
Ἰλιόθι πρό Hom. — перед Илионом2) впередἐξάγειν πρὸ φόωσδε Hom. — произвести на свет;
οὐρανόθι πρό Hom. — вперед к небу3) прежде, ранееἠῶθι πρό Hom. — перед зарей;
πρό οἱ εἴπομεν Hom. — мы ему предсказали4) раньше времени, преждевременно(πρό - v. l. πρῴ - γε στενάζεις Aesch.)
II1) впереди, перед(πτόλιος Hom., τειχέων Aesch.)
πρὸ βασιλέως τεταγμένοι ἦσαν Xen. — (всадники) были выстроены перед царем;τὰ πρὸ ποδῶν Xen. — ближайшее пространство (досл. находящееся перед ногами);τὰ πρὸ χειρῶν καὴ τὰ ἐν δόμοις Soph. — то, что (ты видишь) перед собой, и то, что (увидишь) дома2) впередπρὸ ὁδοῦ γίγνεσθαι Hom. — пройти вперед;
πρὸ αὐτῶν κύνες ἤϊσαν Hom. — впереди их побежали собаки3) за, в защиту, в интересах(μάχεσθαι πρό τινος Hom.; πρὸ τῆς Ἑλλάδος ἀποθνῄσκειν Her.)
βεβουλεῦσθαι πρό τινος Xen. — послужить чьим-л. интересам4) от имени(ἐρῶ πρὸ τῶνδε Soph.)
π. ἄλλων πολλέν χάριν ἔχειν τινί Plat. — от лица других выразить горячую благодарность кому-л.5) предпочтительно, преимущественно передτὴ πρό τινος αἰνῆσαι Pind., ποιεῖσθαι Isocr., κρίνειν и αἱρεῖσθαι Thuc., Plat. — предпочитать что-л. чему-л.;
πρὸ πολλοῦ ποιεῖσθαι Isocr. — высоко ставить (ср. 7);τὴ πρό τινος τιμᾶσθαι Thuc. — ценить что-л. выше чего-л.6) вместо, взаменοὐδεὴς ἄλλος πρὸ σεῦ Her. — никто помимо тебя;διώκειν γῆν πρὸ γῆς Arph. — преследовать из страны в страну7) ранее, перед, доπρὸ ἡμέρας Xen. — до наступления дня;πρὸ τῶν Τρωϊκῶν Thuc. — до Троянской войны;πρὸ τοῦ θανάτου Plat. и πρὸ τοῦ θανεῖν Soph. — перед смертью;πρὸ πολλοῦ Her. — задолго (до этого), давно (ср. 5);πρὸ μικροῦ Plut. — недавно;οἱ πρὸ ἐμοῦ Thuc. — мои предшественники;πρὸ ἐνιαυτοῦ Plut. — за год до этого, годом раньше8) из-за, вследствиеπρὸ φόβοιο Hom. — из страха;
πρὸ τῶνδε Soph. — вследствие этих обстоятельствприставка со знач.:1) перед, впереди (πρόδομος)2) вперед или наружу (προφέρω)3) за, в защиту (προμάχομαι)4) предпочтительно, больше (προτιμάω)5) перед, раньше, до (προπάτωρ)6) заранее, наперед (προαγγέλλω)7) вблизи (πρόχειρος)8) преждевременно (πρόωρος)9) усиления (πρόπαλαι) -
2 πρό
+ P 74-10-57-48-62=251 Gn 2,5(bis); 11,4; 13,10; 19,4[τινος]: before, in front of (of place) 2 Mc 12,27; before (of time) 2 Mc 15,36πρὸ τοῦ [+inf.] before Gn 2,5; πρὸ βραχέως a little ago 4 Mc 9,5; πρὸ ὀλίγου id. Wis 14,20; πρὸ μικροῦ id. Wis 15,8; πρὸ προσώπου σου before you Ex 23,20; πρὸ δύο ἐτῶν τοῦ σεισμοῦ two years before the earthquake Am 1,1Cf. ALEXANDRE 1988 229(Gn 2,5); JOHANNESSOHN 1910 1-82; 1926 184-198; LE BOULLUEC 1989189(Ex 17,6); SOLLAMO 1979, 321-324; WEVERS 1990 266(Ex 17,6); 1993 22(Gn 2,5).148.149(Gn11,4); →NIDNTT; TWNT -
3 πρό
πρό,A before, forth:A PREP. WITH GENIT.:I of Place, before, in front of,ἠγερέθοντο π. ἄστεος Od.24.468
, cf. Il.15.351, etc.;π. πτόλιος δεδαϊγμένον 19.292
;κείνους κιχησόμεθα π. πυλάων 10.126
, cf. 6.80, etc.;φύλοπις αἰνὴ ἕστηκε π. νεῶν 18.172
;πυρὰ φαίνετο Ἰλιόθι π. 8.561
, cf. 10.12, Od.8.581, etc.;κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι π. Il.3.3
;π. τειχέων Pi.O.13.56
; ἔμπροσθε π. (v.l.)τῆς ἀκροπόλιος, ὄπισθε δὲ τῶν πυλέων Hdt.8.53
, cf. 9.52; π. δόμων, π. δωμάτων, in front of, i.e. outside the house, Pi.P.2.18, 5.96, etc.;π. θυρῶν S.El. 109
(anap.), etc.; τὴν π. τοῦ Ἡραίου νῆσον before or off the Heraeum, Th.3.75, cf. 7.22; π. ποδός, v. πούς 1.4a; π. χειρῶν at hand, S.Ant. 1279, E. Rh. 274, dub. in Tr. 1207;π. τῶν ὀφθαλμῶν προφαίνεσθαι Aeschin. 2.148
.2 with Vbs. of motion,π. δ' ἄρ' αὐτῶν κύνες ἤϊσαν Od. 19.435
, cf. Il.23.115;π. Ἀχαιῶν ἄγγελος ᾔει 10.286
, cf. 13.693;π. ἕθεν κλονέοντα φάλαγγας 5.96
.3 before, in front of, for the purpose of shielding or guarding,π. Τρώων ἑσταότ' Il.24.215
: hence, in defence of,μάχεσθαι.. π. τε παίδων καὶ π. γυναικῶν 8.57
, cf. 4.156, 373, Hdt.8.74, etc.; ὀλέσθαι π. πόληος, Lat. pro patria mori, Il.22.110;π. τῆς Σπάρτης ἀποθνῄσκειν Hdt.7.134
, cf. 172,9.72, E.Alc.18, 645, etc.;π. τοῦ θανόντος.. ἔθεσθ' ἐπιστροφήν S.OT 134
;διακινδυνεῦσαι π. βασιλέως X.Cyr.8.8.4
; βουλεύεσθαι, πράττειν π. τινός, ib.1.6.42, 4.5.44, cf. Mem.2.4.7; π. τοξευμάτων as a defence against arrows, Id.An.7.8.18: hence also, for, on behalf of, instead of, ἀγρυπνῆσαι π. τινῶν ib.7.6.36, cf. Leg.Gort.1.43; of an advocate,π. τῶνδε φωνεῖν S.OT10
, cf. OC 811; ὄτι δέ κ' αὐτὸς π. Ειαυτοῦ [ἀμάρτῃ] whatever offence he commits of his own volition, Kohler-Ziebarth Stadtrecht von Gortyn p.34.4 π. ὁδοῦ ἐγένοντο further on the road, i.e. forwards, onward, Il.4.382, cf. Ael.NA3.16,7.29 (v. φροῦδος): also to denote distance,π. πολλοῦ τῆς πόλεως D.H.9.35
;π. τριάκοντα σταδίων
at a distance of30
stades, Str.8.6.24.II of Time, before,π. γάμοιο Od.15.524
;ἠῶθι π. 5.469
; π. ὃ τοῦ ἐνόησεν one before the other, Il.10.224; more freq. in later writers,π. τῶν Τρωικῶν Th.1.3
, cf. 1.1;π. τοῦ θανεῖν S.Ant. 883
;π. τοῦ θανάτου Pl.Phd. 57a
;π. τοῦ λοιμοῦ Id.Smp. 201d
;π. δείπνου X.Cyr. 5.5.39
; π. ἡμέρας ib.4.5.14; π. τοῦ χρῆσθαι before one uses it, Id.Mem.2.6.6; π. μοίρας τῆς ἐμῆς before my doom, A.Ag. 1266;π. τῆς εἱμαρμένης Antipho 1.21
;π. τοῦ καθήκοντος χρόνου Aeschin.3.126
, cf. 124; π. πολλοῦ long before, Hdt.7.130, etc.; π. μικροῦ, π. ὀλίγου, Plu.Pomp.73, App.BC2.116;ὀλίγον π. τούτων Th.2.8
; τὸ π. τοῦ (v.l. τούτου) ib.15; π. τοῦ (sts. written προτοῦ) A.Ag. 1204, Hdt.1.122, 5.83, Ar.Th. 418, Pl.Smp. 173a;ὁ π. τοῦ χρόνος A.Eu. 462
, Th.2.58, etc.; π. τοῦ ἤ, = πρὶν ἤ, IG7.2225.22 ([place name] Thisbe);οἱ π. ἡμῶν γενόμενοι Isoc.13.19
;οἱ π. ἐμοῦ Th.1.97
.2 in later writers freq. with Numerals, π. τριάκοντα ἡμερῶν thirty days before, Ael.NA5.52;π. μιᾶς ἡμέρας Plu.Caes.63
;π. ἐνιαυτοῦ Id.2.147e
;π. δυεῖν ἡμερῶν ἢ ἐτελεύτα Id.Sull.37
: freq. c. dupl. gen., π. δύο ἐτῶν τοῦ σεισμοῦ, π. δύο ὡρῶν τῆς ἐπιβολῆς, LXX Am.1.1, Dsc.1.64; π. ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα, π. μιᾶς ἡμέρας τῶν γενεθλίων, Ev.Jo.12.1, Plu. 2.717d;π. πολλοῦ τῆς ἑορτῆς Luc.Sat.14
.b in rendering Roman dates, τῇ π. μιᾶς Νωνῶν Ὀκτωβρίων, = pridie Non. Oct., Plu.2.203a, etc.III in other relations:1 of Preference, before, rather than, κέρδος αἰνῆσαι π. δίκας to praise sleight before right, Pi.P.4.140, cf. Pl.R. 361e; πᾶν δὴ βουλόμενοι σφίσι εἶναι π. τῆς παρεούσης λύπης anything before, rather than, their actual trouble, Hdt.7.152 (so, in order to avoid,π. τοῦ δεινοτάτου D.54.19
);πᾶν π. τοῦ δουλεῦσαι ἐπεξελθεῖν Th.5.100
, cf.4.59; ἑλέσθαι, αἱρεῖσθαι, or κρῖναί τι π. τινός to choose one before another, Id.5.36, Pl.R. 366b, Phlb. 57e; π. πολλοῦ ποιήσασθαι to esteem above much, i.e. very highly, Isoc.5.138;π. πολλῶν χρημάτων τιμήσασθαί τι Th.1.33
, cf.6.10; π. ἄλλων more than others, Pl.Mx. 249e (v.l.), cf. A. Th. 1002; δυσδαίμων.. π. πασᾶν γυναικῶν ib. 927 (codd., lyr.);π. πάντων θεῶν τῇ Ἑστίᾳ πρώτῃ προθύειν Pl.Cra. 401d
: after a [comp] Comp. it is redundant,ἡ τυραννὶς π. ἐλευθερίης ἀσπαστότερον Hdt.1.62
, cf.6.12, Pl.Ap. 28d, Cri. 54b, Phd. 99a; for ἤ afterἄλλος, οὐδεὶς ἄλλος π. σεῦ Hdt.3.85
, cf.7.3.2 of Cause or Motive, for, from, π. φόβοιο for fear, Il.17.667; ἀθλεύων π. ἄνακτος toiling before the face of, i.e. in his service, 24.734; π. τῶνδε there fore, S.El. 495 (lyr.).B POSITION: words may be put between π. and its case, Il.23.115; but it does not follow its case, exc. after [dialect] Ep. forms in -θι, Ἰλιόθι πρό, οὐρανόθι πρό, ἠῶθι πρό (v. supr.).C πρό, abs. as ADV.:I of Place, before, opp. ἐπί ( after), Il. 13.799, 800; before, in front, 15.360; forth, forward,ἐκ δ' ἄγαγε π. φόωσδε 19.118
; χωρεῖν π. δόμων to come forth from, S.Tr. 960 (lyr.);ἄγειν τινὰ π. δόμων E.Hec.59
(anap.); γῆν π. γῆς ἐλαύνομαι I am driven on from one land to another, A.Pr. 682;διώκειν γῆν π. γῆς Ar.Ach. 235
.II of Time, before,πρό οἱ εἴπομεν Od.1.37
; earlier,τά τ' ἐσσόμενα π. τ' ἐόντα Hes. Th.32
,38.III when joined with other Preps., ἀποπρό, διαπρό, ἐπιπρό, περιπρό, προπρό, it strengthens the first Prep., or adds to it the notion of forward, forth.I with Substs., to denote2 priority of rank, πρόεδρος, προεδρία, etc.: also priority of order, προάγων, πρόλογος, προοίμιον, προπάτωρ, etc.3 standing in another's place, πρόμαντις, πρόξενος.II with Adjs., to denote3 prematureness, πρόμοιρος, πρόωρος.III with Verbs,1 of Place, before, forwards, προβαίνω, προβάλλω, προτίθημι, etc.: also, before, in defence, προκινδυνεύω, προμάχομαι, etc.2 forth, προέλκω, προφέρω.b publicly, προγράφω, προειπεῖν, πρόκειμαι.3 away, προδίδωμι, προϊάλλω, προϊάπτω, προΐημι, προλείπω, προρέω, προτέμνω, προτρέπομαι, προφεύγω, προχέω.4 in preference, προαιροῦμαι, προτιμάω, etc.5 before, beforehand, προαισθάνομαι, προγίγνομαι, προκαταλαμβάνω, etc.; of foresight, προνοέω, προοράω.E Etymology: cf. Lat. προ?πρόX-, Slav. pro-, Skt. pra-, etc., in compounds. -
4 μικρός
μικρός (vgl. σμικρός u. μικκός), klein; Hom. nur Il. 5, 801, δέμας μὲν μικρός, klein von Körper, u. Od. 3, 296, μικρὸς δὲ λίϑος μέγα κῠμ' ἀποέργει; Eur. μ' ἔϑρεψε μικρὸν ὄντα, Or. 462; μικρὸς τὸ σῶμα, Ath. XII, 552 c; – von der Zeit, Pind. μικρῷ χρόνῳ, Ol. 12, 12, wie Eur. I. T. 306 u. sonst; εἰς μικρὸν χρόνον, Plat. Rep. VI, 498 b, wo aber wie an anderen Stellen σμικρός v. l. ist; ἐν μικρῷ, bald, Xen. Cyr. 5, 32; πρὸ μικροῦ, vor Kurzem, Poll. 1, 72; – von andern Dingen, οὐ μικρὰν νόσον, Aesch. Prom. 979; μικρὰ λείψανα, Soph. El. 1102. Ggstz von μέγας, O. R. 1083 u. sonst; αἰτίας μικρᾶς πέρι, Eur. Andr. 387; μικρὸς ὁρᾶν vrbdt Ar. Pax 787; πόλις, Xen. Hell. 5, 2, 25; μικρῶν προςτεϑέντων, Isocr. 4, 30; τοὺς μεγαλους μικροὺς ποιεῖν, niedrig, im Ggstz von hochgestellten, Xen. An. 3, 2, 10; ἀργύριον οὐκ ἔχω ἀλλ' ἢ μικρόν τι, wenig, 7, 7, 53, wie μικρὸν ἀργυρίδιον Ar. Plut. 240; bes. auch von der Gesinnung, kleinlich, niedrig denkend, Plut. u. a. Sp. – Adverbial μικρόν, um ein wenig, kaum, Xen. An. 1, 3, 2 u. öfter,. ein weniges, so προϊέναι u. ä.; μικροῦ, beinahe, μικροῦ κἀκεῖνον ἐξετραχήλισεν, Cyr. 1, 4, 9; μικροῦ ἀπεκτείνατε, Dem. 24, 135; Pol. 2, 61, 5 u. Sp.; vollständig μικροῠ δεῖν, Dem. 18, 269; Luc. Somn. 16, u. Plut. öfter; auch οὐ μικρῷ, πολλῷ δὲ γενναιότεροι, nicht um ein weniges, Pol. 1, 64, 6 (vgl. Plat. Legg. III, 698 b); παρὰ μικρὸν ἦλϑον ἀπολέσαι τὰ πράγματα, beinahe, 1, 43, 7; vgl. οὐδὲ παρὰ μικρὸν ἦν κρεῖττον, nicht um ein weniges, 12, 20, 7; παρὰ μικρὸν ἦλϑεν ψυχὴν διακναῖσαι, Eur. Heracl. 295; παρὰ μικρὸν ἦλϑον ἄκριτος ἀποϑανεῖν, Isocr. 17, 42; – κατὰ μικρόν, allmälig, Luc. Gymn. 26; Plut. – Compar. μικρότερος, Luc. Calumn. 3; Plut. u. a. Sp. – Superl. μικρότατος, Xen. Oec. 8, 11; Luc. hist. conscr. 27 u. sonst. – Als unregelmäßige Comp. gehören dazu ἐλάττων, με 'ων u. μειότερος, und Superl. ἐλάχιστος, μεῖστος u. μειότατος, die man einzeln nachsehe. – [Nur bei spätern schlechten Dichtern ist ι zuweilen kurz, Iac. A. P. p. 178. 798.]
-
5 μικρός
μικρός and [full] σμῑκρός, ά, όν, [dialect] Dor., [dialect] Ion. [full] μικκός (q.v.): [full] σμικρός is corroborated by metre in Il.17.757, Hes.Op. 361, and might be restored in Il.5.801, Od.3.296 ( μικρός codd.); it is prob. the only form in Hdt. (Aμικρός Hdt. 2.74
codd.): freq. in Lyr. and prob. always in Trag. (exc. where metre requires μικρός, as S.Aj. 161 (anap., [comp] Comp.)); most freq. in Pl.; but in Th., also Ar. and other Com., μικρός prevails, σμικρός being found Th.4.13,7.75,8.81, Ar.Ach. 523, V.5; [dialect] Att. Inscrr. haveσμικρός IG12.313.111
, al., μικρός ib.369.10, al.:—small, little,1 in Size,μ. ἔην δέμας Il.5.801
;μ. λίθος Od.3.296
;κίρκον, ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσιν Il.17.757
;σμ. ἄστεα Hdt.1.5
;μεγάθεϊ σμικροί Id.2.74
: with Dims., μ. πολίχνιον, γῄδιον, παιδάρια, Isoc.5.145, X. Cyr.8.3.38, Ages.1.21: as a Com. exaggeration,δικαστηρίδιον μ. πάνυ Ar.V. 803
;σκαλαθυρμάτι' ἄττα μ. Id.Nu. 630
, etc.: c. inf.,μικροὶ δ' ὁρᾶν Id. Pax 821
: as a term of reproach,Κλειγενὴς ὁ μικρός Id.Ra. 709
, cf. Pl.Prt. 323d, Arist.EN 1123b7, Alex.98.7;Ἀμύντας ὁ μ. Arist. Pol. 1311b3
; οἱ ἐν μικρῷ μεγάλοι short but stoutly built, Philostr. Gym. 36;ὁ μ. δάκτυλος SIG1172.4
([place name] Lebena).2 in Quantity,σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖναι Hes.Op. 361
;μέλιτος μικρόν Ar.V. 878
; μ. ὄψον, ἀργυρίδιον, X.Mem.3.14.1, Ar.Pl. 240, cf. Antiph.44.3 in Amount or Importance, petty, trivial, slight,σμ. πρόφασις Thgn.323
; ἔπος, ἔγκλημα, ῥοπή, etc., S.OC 443, Tr. 361, OT 961, etc.; ἐκ σμικροῦ λόγου on some slight pretext, Id.OC 620; ἐν σμικρῷ λόγῳ παρῆκεν as of small account, ib. 569;αἰτίας μικρᾶς πέρι E.Andr. 387
, etc.; οὐδὲ μικρόν, = οὐδὲ γρῦ, D.19.37; of persons, of small account, opp.μέγας, σμ. ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις Pi.P.3.107
; (anap.), etc.;σμ. τίθησί με Id.OC 958
; βίος ὁ μ., = μέτριος, E.Fr. 504; τίνος σμικροτάτου μεταβαλόντος, σμικρότατος τὴν δύναμιν, Pl.R. 473b; of the mind,οὐ σμικρὸν φρονεῖ S.Aj. 1120
; of style, mean, [Φίλιστος] μικρὸς ταῖς ἐκφράσεσιν D.H.Vett.Cens.3.2
; of festivals, of lesser importance,Ἁλίεια τὰ μεγάλα καὶ τὰ μ. SIG1067.14
([place name] Cedreae).II of Time, short, Pi.O.12.12, Ar.Pl. 126, etc.;εἰς μ. χρόνον Pl.R. 498d
; ἐν μικρῷ (sc. χρόνῳ) shortly, X.Cyn.5.32, Eq. 8.7;πρὸ μικροῦ Poll.1.72
; .2 of Age, young, Ostr.Bodl.i237 (ii B.C.), etc.III Adverbial usages,1 regul. Adv. σμικρῶς, but little, Pl.Criti. 107d; μικρῶς by a little, prob. in Archim.Stom.1: [comp] Sup.σμικρότατα X.Mem. 3.11.12
.2 σμικροῦ or μικροῦ within a little, almost, Id.Cyr.1.4.8, D.18.151, etc.; in full, μικροῦ δεῖν, v. δεῖ 11, δέω (B) 1; μικροῦ τινος ἀπελείφθη τοῦ μή .. Ach.Tat.7.13; but μικροῦ πρίασθαι for a little, cheap, X.Mem.2.10.4.3 σμικρῷ by a little, with [comp] Comp., Pl.Plt. 262c, etc.; also σμικρῷ πρόσθεν a little before, Id.Lg. 719b, etc.;μικρῷ ἄνωθεν D.44.6
.4 μικρόν a little, σμικρὸν ὑπολείπεσθαι, σμ. τι παρακλίνειν, X.An.5.4.22, Pl.Cra. 410a; of Time, X.An.3.1.11, etc.; repeated,μικρὸν μικρόν Antiph.10
: pl., of Degree, , etc.;σμίκρ' ἄττα διατρίψαντες Id.Prt. 316a
;μικρὰ διακινήσω σε περὶ τοῦ πράγματος Sosip.1.22
;περιπάτησον μικρὰ μετ' ἐμοῦ Men.Sam. 243
, cf. Plu.Luc.31.5 with Preps.,a ἐπὶ σμικρόν but a little, S.El. 414, Antipho 6.18, Hdt.4.129.b κατὰ μικρόν into small pieces, X.An.7.3.22; so κατὰ μικρὰ γενομένης τῆς δυνάμεως ib. 5.6.32; also, little by little,κατὰ μικρὸν ἀεί Ar.V. 702
, cf. Nu. 741; opp. συλλήβδην, Pl.R. 344a; καὶ κατὰ σμ. or μ. ever so little, Id.Sph. 241c, Isoc.3.10, D.2.22.c παρὰ μικρόν within a little, παρὰ μ. ἐλθεῖν c. inf., to be within an ace of doing, E.Heracl. 295 (anap.), cf. Isoc.7.6, etc.;παρὰ μ. ἦλθον ἀποθανεῖν Id.17.42
;τὸ παρὰ μ. ὥσπερ οὐδὲν ἀπέχειν δοκεῖ Arist.Ph. 197a30
; but τὸ παρὰ μ. σῴζεσθαι to be only just saved, Id.Rh. 1371b11, cf. Simp. in Ph.344.10; gradual, imperceptible change, Arist.Pol. 1303a20; οὐδὲ παρὰ μ. ἦν κρεῖττον c. inf., Plb.12.20.7; [ἡ τύχη] παρὰ μ. εἰς ἑκάτερα ποιεῖ μεγάλας ῥοπάς Id.15.6.8
, cf. Isoc.4.59; but also παρὰ μ. ποιεῖσθαι, ἡγεῖσθαι, to think little of.., D.61.51, Isoc.5.79.d μετὰ μικρόν a little after, Ev.Matt.26.73.IV besides regul. [comp] Comp. and [comp] Sup. μικρότερος, -ότατος (Ar. Eq. 789, D.Prooem.48, etc.), there are the irreg. ἐλάσσων, ἐλάχιστος, from ἐλαχύς, and μείων, μεῖστος, also μειότερος; v. μείων. [ῑ by nature; [pron. full] ῐ only in late Poetry, Epigr. ap. Phleg.Fr.36.17 J.] (Perh. cf. Lat. mīca, mīcidus, OHG. smāhi, ONorse smár 'little'.) -
6 μικρός/
η, ό [ά, όν ] 1.1) маленький, малый, небольшой;μικρο χωριό — маленькая деревня;
μικρό διάστημα χρόνου — небольшой промежуток времени;
μικρός/ πονόδοντος — слабая зубная боль;
μικρά έξοδα — мелкие расходы;
μικρού μεγέθους — или μικρου όγκου — малогабаритный;
2) маленький, меньший, младший (по возрасту);μικρες τάξεις — младшие классы;
θυμδσαι όταν είμαστε μικροί; — ты помнишь, когда мы были маленькими?;
είσαι μικρός/ ακόμα — ты мал ещё;
είσαι πολύ μικρός/ γιά να... — ты ещё слишком мал, чтобы...;
από μικρό παιδί — с малых лет, с детства;
από τα μικρά μου χρόνια — с малых лет;
3) мелкий, незначительный; несерьёзный;μικρης σημασίας — маловажный;
μικρής αξίας — малоценный;
μικρός/ άνθρωπος — а) маленький, незначительный человек; — б) мелкая душа (о человеке);
§ μικρές ώρες — ночные часы после двенадцати;
μικρή ταχύτητα — ж.-д. малая скорость;
μικρ, αλλά θαυματουργός — мал, да удал;
μικροί και μεγάλοι — от мала до велика;
ο ένας πιο μικρός/ απ' τον άλλον — один меньше другого, мал мала меньше;
μικρόν κατά μικρόν — мало-помалу;
μετά μικρόν — вскоре;
προ μικρού — недавно;
μικρού δείν — без малого...; — едва не..., чуть было не...;
2. (о, η, τό) маленький мальчик;η μικρή — маленькая девочка;
τό μικρό — ребёнок, малышка;
3. (ο, η) мальчик (девочка) на побегушках, бой, слуга -
7 προταινι
Grammatical information: adv.Meaning: `ahead, in front of' (E. Rh. 523), Boeot. inscr. προτηνί `earlier'; προταίνιον πρὸ μικροῦ and παλαιόν (H.; text uncertain).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Acc. to Bechtel Dial. 1, 309 f. (with Meister a.o.; s. Bq) from πρὸ ται-νὶ (sc. ἡμέραι; locat.) with suffix - νι; to this also ποταίνιον (cf. Schwyzer 612). Diff. Brugmann Grundr.2 II: 1, 284 n.1: adverb to *πρό-ταινος from *προταν-ιο-ς with connection either with ταινία `stripe, band' (?) or with Skt. pra-tná- `previous, old', πρότανις, πρύτανις. -- Cf. ποταίνιος w. lit.Page in Frisk: 2,603Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > προταινι
-
8 μικρός
-ά,-όν + A 23-47-41-23-31=165 Gn 19,11.20(bis); 24,17.43small, little (of things) Gn 19,20; small (of pers.) Gn 19,11; a little, a bit (of quantity) Gn 24,17; few Gn 47,9; little, insignificant Nm 16,9; trifling, of less importance 4 Mc 5,19; short (of time) Jb 2,9a; young Jer 38(31),34; μικρόν a little while Ex 17,4; μικροῦ within a little, almost Gn 26,10παρὰ μικρόν id. Ps 72(73),2; κατὰ μικρόν little by little Sir 19,1; κατὰ μικρὸν μικρόν little by little (semit., rendering Hebr. מעט מעט) Ex 23,30; πρὸ μικροῦ a little before, just before Wis 15,8; μετὰ μικρὸν ὕστερον a little after 4 Mc 12,7; μικρῷ [+comp.] a little (before) 2 Mc 9,10; ὁ μικρὸς δάκτυλοςlittle finger 2 Chr 10,10 *Jos 22,19 εἰ μικρὰ ἡ γῆ if the land is (too) small-הארץ אם־מעט for MT ארץ אם־טמאה if the land is unclean; *Ez 46,22 μικρά small-קטנות for MT קטרות enclosed, adjacent?; *Lam 4,18 μικροὺς ἡμῶν our little ones-צעירינו for MT צעדינו our stepsCf. OTTLEY 1906, 269; ZIEGLER 1934 84(Is 9,13 (14); 22,5.24; 33,4.19); →NIDNTT; TWNT -
9 προταίνιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προταίνιον
-
10 ἐκ
ἐκ, vor Vocalen ἐξ, doch zuweilen auch vor Consonanten, bes. σ in Inscr., wo vor β, δ, λ u. μ auch ἐγ geschrieben ist. Praeposit. c. genit. Im Allgemeinen das Ausgehen aus Etwas heraus bezeichnend: – 1) vom Orte, aus, von Etwas her, – a) zunächst bei Verbis der Bewegung, den Ausgangspunkt bezeichnend; ἐκ Πύλου ἐλϑὼν τηλόϑεν ἐξ ἀπίης γαίης Il. 1, 269, u. so bei allen Folgenden; ἐξ οἴκων μολεῖν Soph. Phil. 60; ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς Plat. Prot. 321 c; ἐκ τοῦ πεδίου ἀνέβησαν ἐπὶ γήλοφον Xen. An. 3, 4, 25; ἐκ νηῶν, ἐκ πόντοιο, von den Schiffen aus, Il. 8, 213 Od. 19, 375; auch übertr., μεταστρέψαι ἦτορ ἐκ χόλου, vom Zorn abwenden, Il. 10, 107. Auch hier stehen die Menschen oft für das Land, ἐκ τῶν πολεμίων ἐλϑεῖν Xen. Cyr. 6, 2, 9, vgl. An. 1, 7, 13; ἃ ἐκ τῶν Ταόχων ἔλαβον 4, 7, 17; ἐξ ἐμοῦ, aus meinem Hause, Ar. Par 1195; ἐκ τῶν γειτόνων, aus der Nachbarschaft, Lycurg. 21; Ar. Plut. 431. An σώζειν ἐκ τῆςδε γῆς, Soph. Phil. 524, schließt sich ἐκ πολλῶν ἔσωσας, El. 1348; ἐκ κακῶν πεφευγέναι, Ant. 833; παῦσον ἐκ κακῶν ἐμέ El. 975; κολώνης ἐξ ἄκρας νεόῤῥυτοι πηγαί 882; ἐκ φοινίας πληγῆς αἱμα Ai. 901; vgl. ἐξ ἀειρύτου χοὰς κρήνης ἔνεγκον O. C. 470; δύςνιπτον ἐκ δέλτου γραφήν Tr. 680; ἀμφίκλυστος ἐκ πόντου πέτρα Phil. 777, aus dem Meere hervorragend; ἐξ ἀγορᾶς ὠνεῖσϑαι Plat. com. Poll. 6, 103; ἐκ χρυσῶν φιαλῶν πίνειν, aus goldenen Schalen, Xen. Cyr. 5, 3, 3; ἐξ ὕπνου ἐγείρειν Il. 5, 413. – b) Eine eigenthümliche Kürze liegt in Ausdrücken wie ὁ ἐκ Βυζαντίου ἁρμοστὴς μέλλει ἥξειν Xen. An. 6, 2, 17, wie auch wir »der Harmost aus Byzanz wird kommen« sagen; ἁρπάζειν τὰ ἐκ τῶν οἰκιῶν, das, was im Hause ist, aus demselben rauben, plündern, Cyr. 7, 2, 5; τοὺς ἐκ τῶν πόλεων λαβεῖν An. 1, 2, 3; οἱ ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἔϑεον u. ä.; einfacher ist τὰ ἐκ τοῦ ἀγροῦ ὡραῖα 5, 3, 9; ἅπαντα τἀκ τῆς οἰκίας ἀπώλεσεν Philem. Stob. fl. 105, 50; οἱ ἐκ τῶν νήσων κακοῦργοι ἀνέστησαν ὑπ' αὐτοῦ, die Räuber auf den Inseln wurden von diesem verjagt, Thuc. 1, 8, vgl. 1, 105. 2, 5. 13. – Mit δέχου δὲ χειρὸς ἐξ ἐμῆς βέλη Soph. Phil. 1271 u. μεϑιέναι O. C. 910 ist zu vgl. οἱ ἐκ χειρὸς βάλλοντες, das sind ἀκοντισταί, Xen. An. 3, 3, 15; ἐκ χειρὸς χρῆσϑαι Cyr. 1, 2, 9, u. oft μάχεσϑαι u. ä. – c) Sehr häufig sind bes. bei den Geschichtschreibern die Bezeichnungen ἐκ δεξιᾶς, ἐξ ἀριστερᾶς u. ä., von der rechten Seite, die oft auch mit Verdis der Ruhe verbunden sind: ἐκ τοῦ ἔμπροσϑεν στῆναι Xen. Cyr. 2, 2, 6; οἱ ἐξ ἐναντίας 7, 1, 20; ἐκ μὲν τοῦ ἐπὶ ϑάτερα Plat. Prot. 314 e; τόπος ἀπότομος ἐκ ϑαλάττης, von der Meeresseite, Crit. 118 a; ἐκ μὲν ϑαλάττης τὴν Εὕβοιαν προβαλέσϑαι πρὸ τῆς Ἀττικῆς, ἐκ δὲ μεσογαίας τὴν Βοιωτίαν Dem. 18, 301. Vgl. πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ ϑαλάσσης, πολλὰ ἐκ χέρσου κακὰ γίγνεται ϑνητοῖς Aesch. Pers. 694; τοὺς ἱππέας ἐκ πλαγίου τάττειν τῶν Ἀϑηναίων, den Athenern in die Flanken stellen, Thuc. 7, 6; daher οἱ ἐκ τοῦ πλαγίου, die in der Flanke stehenden, Xen. Cyr. 7, 1, 20; – ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδεῖν, in der Nähe, Il. 24, 352; ἐκ πολλοῦ, πλείονος u. ä. φεύγειν, ἐκ τοσούτου διώκειν, von weitem, aus so weiter Entfernung, Thuc. 4, 129 Xen. An. 1, 10, 11 u. öfter; Hell. 4, 4, 10 An. 2, 21, 8; ἐκ τόξου ῥύματος καταλαβεῖν, von Bogenschußweite aus, An. 3, 3, 15; ἐξ ἀκοντίου βολῆς ᾕρουν Xen. Hell. 4, 5, 15; ἐξ ὄψεως μήκους Cyr. 4, 3, 16; ἐκ πολλοῠ προορᾶν 5, 4, 49; Sp., wie ἐξ εἴκοσι βημάτων, auf zwanzig Schritt, Plut. Demetr. 21. – d) die Bdtg außerhalb ist in ἐκ καπνοῠ κατέϑηκα Od. 19, 7 nur scheinbar, u. eine Kürze des Ausdruckes, aus dem Rauch wegtragen u. niederlegen; οὕτω τοι καὶ ἐγὼν ἐκ πατρίδος, sc. φεύγω, Od. 15, 222; von Streitern, ἄστεος ἐκ σφετέρου, fern von, Il. 18, 210; vgl. Her. 2, 142; ἐκ μέσου καϑῆσϑαι, sich aus der Mitte wegsetzen, 3, 83, wie ἐκ μέσου γίγνεσϑαι, Aesch. ep. 12, sich zurückziehen; bei Paus. 3, 14, 9 ist ἐκ τῆς πόλεως in ἐκτός von Sylburg geändert. – e) An kann es übersetzt werden in ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα, er hing die Leier an den Pflock, nämlich so, daß sie von diesem herabhing, Od. 8, 67; ἀνάπτεσϑαι ἔκ τινος, an Etwas anknüpfen, so daß das Band davon auszugehen scheint, 12, 51; ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας Il. 5, 322; μαχαίρας εἶχον ἐκ τελαμώνων 18, 598; τῆς δ' (ἀσπίδος) ἐξ ἀργύρεος τελαμὼν ἦν, an demselben, 11, 38; προςφυὲς ἔκ τινος, daran sitzend, Od. 19, 58. Man vgl. ἐκ τῶν ζωστήρων φορεῖν φιάλας Her. 4, 40, am Gürtel hangend, wie 9, 74; τὰ δρέπανα ἐκ τῶν ἀξόνων Xen. An. 1, 8, 10. So auch ἐκ χειρὸς λαμβάνεσϑαι u. ä., ἐκ σκήπτρου ὁδοιπορεῖν, an einem Stabe, Soph. O. C. 848; vgl. τοῖς τυφλοῖσι κέλευϑος ἐκ προηγητοῠ πέλει, die Blinden wandern an der Hand des Führers, Ant. 989; – die Uebersetzung auf in Verbindungen wie ἕλκεν νευρὴν – αὐτόϑεν ἐκ δίφροιο καϑήμενος, ἧκε δ' ὀϊστόν Od. 21, 420 ist nicht genau, es ist auch hier = von dem Sitze aus, dasitzend, wie auch bei Soph. Ant. 407 καϑἠμεϑ' ἄκρων ἐκ πάγων an das Hinabschauen vom Berge zu denken, wie Il. 14, 154 Ἥρη εἰςεῖδε –. στᾶσ' ἐξ Οὐλύμποιο u. Thuc. 3, 22 ᾔσϑοντο οἱ ἐκ τῶν πύργων, die auf den Thürmen Befindlichen bemerkten es von da aus, vgl. b). – Das Ausgehen von Etwas ist auch ein Absondern, Trennen von, aus, ἐκ δεσμῶν λυϑείς Aesch. Prom. 507. 874; so bes. ἐκ πάντων, aus Allen heraus, vor Allen, Il. 4, 96, wie ἐκ μὲν ἀλλάων ἁλιάων ἀνδρὶ δάμασσεν 18, 432; τὰν ἐκ πασᾶν τιμᾷς ὑπερταταν πόλεων Soph. Ant. 1124; ἐκ δὲ τῶν μάλιστ' ἐγώ O. C. 746, wie ἐκ πάντων μάλιστα Thuc. 2, 49 u. sonst; fast die Stelle des genit. partitivus vertretend, ἐκ πολέων πίσυρες, vier aus, von vielen, Il. 15, 680; ὅν ποτ' ἐκ πολλῶν ἐγὼ μόνον προςεῦρον πιστόν Soph. El. 1343; vgl. O. C. 70 Ant. 652 Tr. 731; μοῠνος ἐξ ἁπάντων Her. 5, 87; οὗτοι ἐσώϑησαν ἐκ τῶν ἀμφὶ τοὺς μυρίους Xen. An. 5, 3, 3; ἐκ πάντων προτιμᾶσϑαι Thuc. 1, 120; ἐκ πάντων τιμᾶν, vor Allen ehren, Her. 1, 134. – 2) In mannichfaltigen Verbindungen bezeichnet es den Ursprung, wobei immer an einen stetigen Zusammenhang des Abgeleiteten u. des Ursprünglichen zu denken ist: – a) den leiblichen Ursprung, sowohl den Vater als die Mutter bezeichnend; bei Hom. gew. ἔκ τινος εἶναι u. γενέσϑαι, vollständiger ἐξ ἐμοῠ γένος ἐσσί, du stammst von mir dem Geschlechte nach, Il. 5, 896; ὦ παῖ, πατρὸς ἐξ Ἀχιλλέος Soph. Phil. 260; ἐκ κείνου γεγώς Ai. 467; ἐξ ἧς ἔφυ γυναικός O. R. 458; Ai. 1268; μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου βλάστημα Aesch. Spt. 514; σέϑεν γὰρ ἐξ αἵματος γεγόναμεν Spt. 118; Plat. αὐτοί τε ἀγαϑοὶ καὶ ἐξ ἀγαϑῶν Phaedr. 246 a; αὐτὴ ϑνητὴ ἐκ ϑνητῶν Legg. X, 889 d; ἐκ γενναίων γαμεῖν Eur. Andr. 1280. – b) vom Vaterlande, ξένος μέν εἰμι Δαυλιεὺς ἐκ Φωκέων Aesch. Ch. 663; ὁ ἐξ Αἰτωλίας, = Αἰτωλός, Soph. El. 694; οἱ ἐκ τῆς Ἀσίας, die Perser, Isocr. 4, 82. Hieran reihen sich bes. bei Späteren Umschreibungen, οἱ ἐκ Μακεδονίας βασιλεῖς, die macedonischen Könige, Pol. 2, 40, 5; οἱ ἐκ τῆς συγκλήτου, die Senatoren 3, 97, 1; οἱ ἐκ τῆς πόλεως, die Bürger, 4, 71, 11. Geläufig war οἱ ἐξ Ἀρείου πάγου, Oratt. Man vgl. οἱ ἐκ τῆς διατριβῆς ταύτης Aesch. 1, 54; οἱ ἐκ τοῠ περιπάτου, die Peripatetiker, Luc. Hermot. 11; u. was sich weiter davon entfernt, ϑάπτειν τοὺς ἐκ τῶν πολέμων, die in den Kriegen Gefallenen, Thuc. 2, 34 (vgl. ἀνελόμενος τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας Plat. apol. 32 b); οἱ ἐκ τῶν ὑποδεεστέρων, die Dürftigeren, 2, 89; οἱ ἐκ διπλασίων κτημάτων Plat. Legg. V, 743 b. – c) seltener zeigt es den Stoff an; ἐκ ξύλων ποιεῦντες τὰ πλοῖα Her. 1, 194; 3, 24; ἐκ πέτρας εἰργασμένος Aesch. Prom. 242; πίνοντας ἐκ κριϑῶν μέϑυ Suppl. 931; τὸ ἄγκιστρον εἶναι ἐξ ἀδάμαντος Plat. Rep. X, 616 c; στράτευμα ἐξ ἐραστῶν, aus Liebhabern bestehend, Xen. Conv. 8, 32. Man vgl. noch ἐκ ποταμοῦ νίζεσϑαι Od. 6, 224;. ἐκ χρημάτων τριήρεις παρασκευάζεσϑαι Plut. Them. 4; ἐκ τῶν ἰδίων (χρημάτων), aus eigenen Mitteln, Dem. 19, 229; ἐκ τῶν κοινῶν ταῖς ἰδίαις ἀπορίαις βοηϑεῖν Isocr. 12, 140; ζῆν ἔκ τινος, Xen. Hell. 3, 2, 11; τρέφειν τινὰ ἐκ τῶν ἰδίων, Isocr. 15, 152; vgl. unten f. – d) vom geistigen Ursprunge, innerem Antriebe, ἐκ ϑυμοῠ φιλεῖν, aus Herzensgrunde, Il. 9, 486, wie Bion. 4, 2; ἐξ ἔριδος μάχεσϑαι, in Folge des Streites, aus Haß, Il. 7, 111; Od. 4, 343; so Tragg., δακρυχέων ἐκ φρενός Aesch. Spt. 902; Ag. 532; ὁ ἐκ φρενὸς λόγος Ch. 105: ἐκ ποίου φρονήματος ἀτιμάζεις Suppl. 889; ἐξ εὐμενῶν στέρνων δέχεσϑαι τὸν ἱκέτην Soph. O. C. 487; οὐδὲν ἐκ σαυτῆς λέγεις El. 344, vgl. O. R. 528; ἐκ παντὸς τοῠ νοῦ Plat. Gorg. 510 b; ἐκ τῆς ψυχῆς φίλος Xen. An. 7, 7, 43; ἐκ τῆς ψυχῆς ἀσπάζεσϑαι Oec. 10, 4. – e) Ganz allgemein von der Veranlassung, von der Etwas ausgeht; μήνιος ἐξ ὀλοῆς, in Folge, wegen des Zorns, Od. 3, 135; ἐξ ἀρέων κεχολωμένος Il. 9, 566; ἀρϑεὶς νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων Soph. Ant. 111; ἐκ τέχνης κακῆς πράσσειν Phil. 88; vgl. Plat. Tim. 33 d; ἐξ ἀβουλίας πεσεῖν Soph. El. 390; ἐκ φόβου γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχω Ant. 180; παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων Eur. Phoen. 914. Dah. ἐκ τίνος ἐπλήγης; weshalb. Xen. An. 5, 8, 4; vgl. ἐκ διαβολῆς, ἐξ ὑποψίας, 2, 5, 5; ἀγαϑὸς ἐκ πολυμαϑίας γενόμενος Plat. Legg. VII, 811 a, wie ἐκ τέχνης ποιητὴς ἐσόμενος Phaedr. 245 a; ἔπαινον εἴληφεν ἔκ τινος Legg. I, 625 a; ἐκ τοιᾶςδε προφάσεως Critia. 120 d; ἄχϑεσϑαι ἔκ τινος Rep. VIII, 549 d; ἐξ ὑποβολῆς Xen. Cyr. 3, 3, 37; ἀρέσκειν ἔκ τινος Conv. 4, 57; μισεῖν ἐκ τῶν ἐγκλημάτων Dem. 1, 7; ἐκ τῆς βουλῆς 24, 63; μηδεὶς ἐκ τριηραρχίας ὑπάρξει ἀτελής 20, 20; ἐλπίδας ἔχειν ἔκ τινος Thuc. 1, 84; ἐξ εὐεργεσιῶν εὐμενῶς διατεϑείς Isocr. 4, 28. Vgl. noch τὰ ἐξ ἀδικίας κέρδη Plat. Rep. II, 366 a; οἱ ἐκ τοῠ ἀδίκου φιλοκερδοῠντες Xen. An. 1, 9, 16; Cyr. 8, 8, 18; ἐκ τοῦ δικαίου Hell. 6, 5, 16; κτᾶσϑαι Lys. 19, 9. Aehnlich πῶς ἔχει ἐκ τοῦ τραύματος, in Folge, d. i. nach den Wunden, s. unten Xen. Cyr. 5, 4, 10. Häufig so auch von Personen, ἐκ ϑεό φιν πολεμίζειν, auf Antrieb der Götter, Il. 17, 101; ἐξ ἀνδρῶν τλῆμεν, auf Anlaß der Männer, 5, 384; τιμὴ ἐκ Διός ἐστιν 2, 197; vgl. Hes. O. 30; ὄναρ ἐκ Διός, ein vom Zeus veranlaßter Traum, Il. 1, 63; ἐκ Διὸς πάσχω κακῶς Aesch. Prom. 761; πᾶσαι τέχναι βροτοῖσιν ἐκ Προμηϑέως 504; ἄτιμοι ἐκ ϑεῶν Ag. 997; vgl. ὕμνος ἐξ Ἐρινύων Eum. 327; τὰ ἐκ προτέρων ἀμπλακήματα 894; ἐξ ἐμοῠ κτήσει χάριν Soph. Phil. 1356; ἐπαίνου ἔκ τινος τυχεῖν Ant. 665; Tr. 449; τὰ ἐκ ϑεῶν τρέμοντες O. C. 257, den Götterspruch; ἡ ἐκ σοῦ δυσμένεια, dein Uebelwollen, El. 619; ἀπιστία ἔκ τινος Xen. An. 7, 7, 30; ὁ ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρους φόβος, von den Hellenen ausgehend, veranlaßt, 1, 2, 18; ψόφος ἔκ τινος Thuc. 3, 22; σωτηρία ἔκ τινος, durch Einen bewirkte Rettung, Plat. Rep. VIII, 494 a; τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα Her. 2, 148; ἡ ἐκ τῶν Ἑλλήνων εὔνοια Pol. 3, 6, 13; ἡ ἐκ τούτου πρᾶξις 9, 29, 7; ἡ ἐκ τῆς πονηρίας αἰσχύνη, ἡ ἐκ τοῠ δανείζεσϑαι ἀμηχανία, Plut. vit. aer. al. 6. Daher steht ἐκ sogar bei passivis für ὑπό, Hom. ἐφίληϑεν ἐκ Διός Il. 2, 669; τετίμηται ἐκ παίδων Od. 7, 70; Τρώεσσι δὲ κήδε' ἐφῆπται ἐκ Διός Il. 2, 69; ἐκ φίλων κρατηϑείς Aesch. Spt. 322; ἐκ ϑεῶν δοϑείς Eum. 470; ἐκ βασιλέως δεδομένος Her. 8, 114; Xen. An. 1, 1, 6; ἐκ ϑεῶν δωρηϑέν Plat. Tim. 47 b. So bei tödten, umkommen, δαμεὶς ἐκ χερος Φοίβου Aesch. Ag. 1501; Soph. Phil. 335; ϑανεῖν Tr. 1123; ἀνδρὸς ἐκ τίνος διώλετο O. R. 225; ὀλοίμην ἐκ ϑεῶν Ch. 1000; vgl. ὡς ἔρις ἔκ τε ϑεῶν ἔκ τ' ἀνϑρώπων ἀπόλοιτο Il. 18, 107; σφαγεὶς ἔκ τινος Eur. I. T. 552. Oft bei Her.; τὸ ποιηϑὲν ἐκ Ψαμμητίχου 2, 151; 3, 14; λεχϑέντα ἐξ Ἀλεξάνδρου 7, 175. Seltener bei den Attikern; τὰἐξ ἐμοῠ πραχϑέντα Antiph. II δ 1; ἐκ τῶν συνειδότων μεμηνῠσϑαι Thuc. 1, 20; ἐκ τῶν κινδυνεύειν ἐϑελόντων ὠφελεῖσϑε Lys. 16, 18; ἐξ ὑμῶν ἐλέγχονται Is. 6, 57; ἐξ ἁπάντων ἀμφιςβητήσεται Plat. Theaet. 171 b; ὁ μῠϑος ἐκ παλαιῶν ἰερέων εἴρηται Legg. IX, 872 e; ἐκ τῶν τυχόντων ἀνϑρώπων συνοικισϑεῖσα Lycurg. 62. Zu vergleichen sind aber ἐκ βασιλέως καϑεστηκώς Xen. Cyr. 8, 6, 9, φεύγειν ἐξ Ἀρείου πάγου, durch den Areopag verbannt werden, Din. 1, 44. Bei Tragg. findet sich noch ἄρχεσϑαι ἔκ τινος, Soph. Ant. 63; Eur. Hel. 1030; ἐχϑαρεῖ ἐξ ἐμοῠ, Soph. Ant. 93; ταῦτ' ἐξ Ἀλεξάνδρου ἔργα, Phil. 404; γελᾶσϑαι ἔκ τινος, Eur. Med. 797. Oft bei Aesch. u. A. δέχεσϑαι, ἑλεῖν, λαβεῖν ἐκ χερῶν, s. d. verba (πλουτεῖν ἔκ τινος Dem. 21, 189), wie κλύειν, ἀκούειν ἔκ τινος u. ä. – f) in manchen Verbindungen steht es dem dat. od. adverbialen Bestimmungen gleich; ὑψόσε δ' ἄχνη σκί. δναται ἐξ ἀνέμοιο ἰωῆς Il. 11, 307; so ἐκ βίας = βίᾳ, Soph. Phil. 559 u. öfter; ἐξ ἀνάγκης od. ἐξ ἀναγκαίας τύχης, 73 El. 48; Plat. Phileb. 22 b; vgl. ἐξ ἀνάγκης ἐστί μοι ποιεῖν τι, Antiphan. bei Ath. VI, 224 c; vgl. Plat. Soph. 256 d; ἐκ τῶν δυναμένων Gorg. 525 c; ἐκ τῶν λόγων καὶ ἔργων χαρίζεσϑαι, mit Wort u. That, Phaedr. 931 c; ἐκ δόλου, listig, Soph. El. 271; σίδηρος ὀπτὸς ἐκ πυρός Ant. 471; ἐκ τόξων ἀνύειν γαστρὶ φορβάν Phil. 702; ὑπερχλιδῶντες ἐκ γλώσσης κακῆς Tr. 208; βέβηκε ἐξ ἀκινήτου ποδός 872; u. wo das Ausgehen deutlicher hervortritt, ὀδύρομαι ὡς ἐκ στομάτων O. R. 1218; ἐκ τοῦ ἐμφανοῠς, ἐκ τοῠ φανεροῦ, = φανερῶς, Her. 3, 150; Xen. Cyr. 1, 6, 41; Isocr. 4, 147 u. A.; ἐξ ἀπροςδοκήτου, ἀέλπτου, Her. 7, 204. 1, 111; ἐξ ἴσου, 7, 135, τιμᾶν, ἀκούειν ἀμφοτέροιν, auf gleiche Weise, Aesch. Suppl. 400 Dem. 29, 4 Aesch. 1, 28, wie ἐκ τῶν ὁμοίων, Ag. 1397; οὐκ ἐξ ἴσου ἐσμέν, wir stehen nicht gleich, Xen. An. 3, 4, 47; ἐξ ἑτοίμου ἀκοντίζειν Cyr. 8, 5, 12; ἐξ ἑτοιμοτάτου, 5, 3, 57; vgl. ἐκ τῆς ἰϑείης, νέης, ὑστέρης, Her. 3, 127. 5, 116. 6, 85; ἐξ ἐπιβουλῆς Xen. An. 6, 2, 7. – 3) Hieran reiht sich die Bdtg gemäß, d. i. von Etwas ausgehend und durch Etwas veranlaßt; ἔκρινα ἐξ ὀνειράτων ἃ χρὴ ὕπαρ γενέσϑαι Aesch. Prom. 483; ἐκ τῶνδε, demgemäß; ἐξ ὧν σὺ λέγεις ἔοικε Plat. Prot. 313 c; ἀδύνατον ἐκ τῶν ὡμολογημένων, nach dem, 358 e; ἐξ ὧν ἀκούω κρίνω Xen. An. 1, 10, 28, wie ἐκ τῶν ἔργων Cyr. 2, 2, 21; ἐκ τῆς ὄψιος τοῠ ὀνεί. ρου Her. 2, 152; ἐξ ὧν ἐγὼ ἀκοῇ αἰσϑάνομαι Thuc. 6, 17; ἐξ ὦν ᾔσϑημαι Plat. Phaed. 61 c; ἐκ τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων χαρίζεσϑαι 231 c, vgl. 243 d; ἐκ τῆς νικώσης πάντα ἔπραττον, nach Stimmenmehrheit, Xen. An. 5, 9, 18, wie ἐκ τῶν λεγομένων καὶ μαρτυρουμένων ψηφίζεσϑαι Dem. 46, 4. Häufig bei Rednern αἱ ἐκ τῶν νόμων ζημίαι, τιμωρίαι, δίκη, ἐπιτίμια, die gesetzmäßigen, gesetzlichen, z. B. Dem. 58, 8. 18, 13. 19, 281; Lycurg. 4, 8; ἡ ἐκ τοῠ νόμου ἀρά Dem. 19, 70; vgl. τόδ' ἐκ νόμων σέβας Aesch. Eum. 92; ἐκ κελεύσματος Pers. 389; ἐκ τοῠ δικαίου Pol. 15, 22, 1; μηδέποτε ἐκ λόγου σκοπεῖσϑαι, vernunftgemäß, Dem. 25, 42; ἐκ τῶν παρόντων, der gegenwärtigen Lage, den Umständen gemäß, Thuc. 3, 29; Xen. An. 3, 2, 3 u. Folgende, wie Plat. Alc. 38; ὡς δυνατὸν ἐκ τοῠ τοιούτου τρόπου, bei einem solchen Charakter, Xen. An. 2, 6, 8; vgl. Ar. Th. 99; anders ἐκ τρόπου τοιοῠδε, auf folgende Weise, Lys. 13, 7, wie μαστεύουσι ζῆν ἐκ παντὸς τρόπου Xen. An. 3, 1, 43; Thuc. 6, 92. 8, 66; – ἐξ ὀνόματος προςαγορεύειν, mit Namen, Plut. Crass. 3. – 4) Eine Zeitfolge, bes. ἐξ οὗ, ἐκ τοῠ, ἐκ τούτου, seitdem, Il. 1, 493. 8, 295; bei allen Folgenden sehr gewöhnlich; ἃ 'κ τῶνδε δράσω Soph. O. R. 235. Bestimmter ἐκ γενετῆς, von Geburt an, Il. 24, 535; ἐκ νεότητος ἐς γῆρας 14, 86; bei Attikern bes. ἐκ τῶν παίδων, auch ἐκ νέων εὐϑύς, Plat. Legg. I, 642 h; ἐκ μικροῦ παιδαρίου αὐτὸν ἔϑρεψε Dem. 53, 19; ἐκ πολλοῠ χρόνου Plat. Men. 234 e; ἐκ τριῶν ἐτέων προετοιμάζετο Her. 7, 22; ἐξ ἦρος εἰς ἀρκτοῠρον Soph. O. R. 1137; ἐξ ἕω, vom Morgen an, Ar. Eccl. 85; ἐκ τοῦ ἀρίστου Xen. An. 4, 6, 21, gleich nach dem Frühstück; ἐξ ὀλίγων ἡμερῶν, auch ἐξ ὀλίγου λέγειν, nach Vorbereitung weniger Tage sprechen, Lys. 2, 1; ἐξ ἀρχῆς, von Anfang an, zuerst, Hom. u. alle Folgdn; ἐκ παλαιοῠ u. ἐκ παλαιτάτου, schon längst, ἐκ τοῠ λοιποῠ χρόνου, Dem. 59, 46. Uebh. drückt es die unmittelbare Zeitfolge aus, ἐκ πολλῆς ἡσυχίας, nach langer Ruhe, Her. 1, 86; ἐκ τῶν πρόσϑεν δακρύων γελᾶν Xen. Cyr. 1, 4, 28, gleich nach dem Weinen lachen; ἐπειδή μ' ἐκ τοῦ πόνου ὁ ὕπνος ἀνῆκεν Plat. Prot. 310 d; Phaedr. 251 a; vgl. ἔπειτα ἐκ τούτων τρίτον Phil. 27 b, nach diesem den dritten; womit sich wieder die Bdtg. in Folge verbindet in ἐκ τρωμάτων ϑνήσκειν Her. 2, 63; ἐξ ἧς μάχης ἐμοὶ τἀριστεῖα ἔδοσαν οἱ στρατηγοί, nach und in Folge welcher Schlacht, Plat. Conv. 220 d. Daran reiht sich – a) das Uebergehen aus einem Zustande in einen andern, κάλλιστον ἦμαρ εἰςιδεῖν ἐκ χείματος, nach dem Sturm, Aesch. Ag. 874; τυφλὸς γὰρ ἐκ δεδορκότος Soph. O. R. 454, blind aus einem sehenden, nachdem man sehend gewesen; λευκὴν ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα Ant. 1080; ἐκ τοιούτου ϑῆλυς εὕρημαι Tr. 1064; ἐκ σμικρῶν εἰς τυραννίδα ἀφικέσϑαι Eur. Hel. 1030; ὑπὸ στέγαισί τε οἵαισι ναίω, βασιλικῶν ἐκ δωμάτων, nachdem ich km Palast gewohnt, El. 306; τὰ καινὰ ἐκ τῶν ἠϑάδων ἡδίον' ἐστίν Cycl. 250: χρήσιμον ἐξ ἀχρήστου ποιεῖν Plat. Rep. VII, 530 c; λύκος ἐξ ἀνϑρώπου γενέσϑαι VIII, 566 a; ἐξ ἐλάττονος ὄντος πρότερον ἔπειτα μεῖζον γίγνεσϑαι Phaed. 70 e; ἐλεύϑερος ἐκ δούλου καὶ πλούσιος ἐκ πτωχοῠ γεγονώς Dem. 18, 131; Xen. An. 7, 7, 28 u. A., wo überall auch der Ausgangspunkt durch ἐκ bezeichnet ist. – b) das unmittelbare Aufeinanderfolgen, daher Ausdruck der Häufung; ἐξ ἡμέρης ἐς ἡμέρην ἀναβάλλειν, von Tag zu Tag, Her. 9, 8; ξενίζουσ' ἡμέραν ἐξ ἡμέρας Henioch. Stob. fl. 43, 27; δέχεται κακὸν ἐκ κακοῠ Il. 19, 290; πόλιν ἐκ πόλεως, Stadt vor Stadt, Plat. Soph. 224 b; χεὶρ ἐκ χειρός Aesch. Ag. 1109; ἀεί τιν' ἐκ φόβου φόβον τρέφω, eine Besorgniß nach der andern, Soph. Tr. 28; μόχϑος ἐκ μόχϑων Eur. I. T. 191; ἐλπίδες ἐξ ἐλπίδων Dem. 19, 18; ἄλλον ἐξ ἄλλου τύραννον μεταβάλλειν Plut. Timol. 1.
Adverbium : ἐκ δ' ἀργύρεον τελαμῶνα, daran, Il. 18, 480. Bei Soph. Tr. 1042 ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας – ἐκ δὲ χλωρὸν αίμά μου πέπωκεν u. ähnlichen Ausdrücken pflegt man eine Tmesis anzunehmen. – Man vgl. διέκ, παρέκ, ὑπέκ.
Bei Hom. u. andern Ep. wird ἐκ durch mehrere Wörter von seinem Genitiv getrennt, wie man wenigstens Fälle, wie ἐκ δ' ἔβαλ' ἵππων Il. 11, 109 erkl.; bei denselben wird es auch nicht selten dem casus nachgesetzt, z. B. τῆς δ' ἐξ ἀργύρεος τελαμὼν ἦν Il. 11, 38, in welchem Falle es am Ende des Verses, 14, 472 Od. 17, 518, oder wo noch ein genitiv folgt, wie Il. 5, 865 καύματος ἒξ ἀνέμοιο δυςαέος ὀρνυμένοιο, den Accent bekommt.
In der Zusammensetzung bedeutet es – 1) die Entfernung heraus, weg, z. B. ἐκβάλλω, ἔξειμι u. ä. – 2) den Ursprung, ἔκγονος. – 3) Vollendung, ein Herausarbeiten, ἐκβαρβαρόω, ἐξοπλίζω, ἐκπικρος.
См. также в других словарях:
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
ποταίνιος — ία, ον, θηλ. και ος, και τ. ουδ. προταίνιον, Α 1. πρόσφατος, νέος 2. αυτός που συνέβη πρόσφατα 3. απροσδόκητος, αιφνίδιος 4. (το ουδ.) προταίνιον (με επίρρμ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) α) «πρὸ μικροῦ» β) «παλαιόν». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ποταινί] … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
προκύων — (Αστρον.). Αστέρας στον αστερισμό του Μικρού Κυνός, Ν των Διδύμων. Είναι διπλός αστέρας, που οφείλει τη σημασία του στον δεύτερο αστέρα του ζεύγους, την ύπαρξη του οποίου προέβλεψε ήδη από το 1844 ο Γερμανός αστρονόμος και μαθηματικός Φρίντριχ… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek